γρεναδιέρος

γρεναδιέρος
ο гренадер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γρεναδιέρος" в других словарях:

  • γρεναδιέρος — ο 1. Γάλλος στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες (18ος 19ος αιώνας) 2. φρουρός τών βασιλικών ανακτόρων τής Μεγάλης Βρετανίας με γραφική στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grenadier «στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες»] …   Dictionary of Greek

  • μακρουρίδες — (macrouridae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης gadiformes, η οποία περιλαμβάνει τα πιο κοινά και άφθονα είδη βενθικών ψαριών. Πρόκειται για ψάρια με μακρύ σώμα μεσαίου μήκους, το οποίο σκεπάζεται από μεγάλα λέπια, με μακριά και πλευρικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»